- λαχανοφαγία
- λαχανο-φᾰγία, [dialect] Ion. -ιη, ἡ,A vegetable diet, Hp.Int.34, Epid. 7.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαχανοφαγία — η (Α λαχανοφαγία, ιων. τ. λαχανοφαγίη) η διατροφή με λαχανικά, χορτοφαγία, φυτοφαγία … Dictionary of Greek
λαχανοφαγίης — λαχανοφαγία vegetable diet fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek